Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῷ τόνῳ

См. также в других словарях:

  • τονώ — έω, Α [τόνος (Ι)] τονώνω …   Dictionary of Greek

  • τονῶ — τονέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) τονέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) τονόω brace up pres subj act 1st sg τονόω brace up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνῳ — τόνος that by which a thing is stretched masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονώνω — τονῶ, όω, ΝΑ [τόνος (Ι)] 1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τόν τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.) 2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως… …   Dictionary of Greek

  • τόνωι — τόνῳ , τόνος that by which a thing is stretched masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάμετρος — η, ο (AM ἑξάμετρος, ον) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα 2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τό εξάμετρο στίχος που αποτελείται από …   Dictionary of Greek

  • επιτονώ — ἐπιτονῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι έντονο, ενισχύω, δυναμώνω («τὰς ἕξεις ὁ ψυχρὸς οἶνος ἐπιτονεῑ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τονώ «τονώνω» (< τόνος)] …   Dictionary of Greek

  • επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] …   Dictionary of Greek

  • καταχειροτονώ — καταχειροτονῶ, έω (Α) (για την εκκλησία τού δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρο τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»] …   Dictionary of Greek

  • οικειοτονούμαι — οἰκειοτονοῡμαι, έομαι (Α) (για λέξη) έχω τον δικό μου τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + τονῶ / τονοῦμαι (< τόνος), πρβλ. φλεβο τονούμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»